προσονομασία

προσονομασία
η
1) прозвище; 2) давание прозвища

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προσονομασία" в других словарях:

  • προσονομασία — η, ΝΑ, και αιολ. τ. προσονυμασία Α [προσονομάζω] νεοελλ. 1. η πρόσθετη ονομασία, προσωνυμία 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατηρείται ομοιότητα ήχου στις λέξεις τής ίδιας φράσης αρχ. το αποτέλεσμα τού προσονομάζω, η απόδοση ονόματος σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • προσονομασίας — προσονομασίᾱς , προσονομασία naming fem acc pl προσονομασίᾱς , προσονομασία naming fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσονυμασία — ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. προσονομασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»